- σαδισμός
- ο(λ. γαλλ.)1. το να βρίσκει κάποιος ηδονή βασανίζοντας άλλους.2. σεξουαλική διαστροφή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαδισμός — Ψυχική ανωμαλία της ομάδας των σεξουαλικών διαστροφών: ο σαδιστής ικανοποιείται με το να κάνει τους άλλους να υποφέρουν. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μαρκήσιου Σαδ, συγγραφέα του 18ου αι., στα έργα του οποίου βρίσκονται περιγραφές της… … Dictionary of Greek
αλγολαγνεία — Σεξουαλική διαστροφή. Η ανάγκη ορισμένων ανώμαλων ατόμων να συνδυάζουν τη σεξουαλική πράξη με τη βία, την ταπείνωση, τη σκληρότητα κλπ., με στόχο τη μεγαλύτερη σεξουαλική απόλαυση ή και την ίδια τη σεξουαλική ηδονή, που είναι ανίκανοι να… … Dictionary of Greek
σαδικός — ή, ό, Ν σαδιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Sade, όν. Γάλλου μαρκησίου (βλ. και σαδισμός)] … Dictionary of Greek
σαδιστής — ο, θηλ. σαδίστρια, Ν 1. αυτός που πάσχει από σαδισμό 2. αυτός που ευχαριστείται να βασανίζει άλλο άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sadiste < sad (βλ. σαδισμός) + iste (βλ. ιστής)] … Dictionary of Greek
σαδομαζοχισμός — ο, Ν η συνύπαρξη σαδισμού και μαζοχισμού στο ίδιο άτομο, η επιθυμία για επιβολή σε ένα άτομο και, συγχρόνως, η υποταγή σ’ αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sadomasochisme < sad isme (βλ. σαδισμός) + συνδετικό φωνήεν ο + masochisme (βλ. μαζοχισμός)] … Dictionary of Greek